-
1 αποθλιβω
1) выжимать, выдавливать(ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.)
2) оттеснять(τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.)
1 αποθλιβω
(ὕδωρ ἔκ χαίτης Anacr.; ἐκ βοτρύων οἶνον Diod.)
(τὸ αἶμα Arst.; τῆς οἰκείας χώρας Luc.; τὸν ἀέρα Plut.)